- θυρίδιο
- το (Μ θυρίδιον)μικρή θύρανεοελλ.ναυτ. μικρή τετράγωνη δίοδος διά μέσου τών καθεκτών, η τρύπα τού κουθουσιούμσν.1. η πύλη τού αγίου βήματος2. είσοδος, έμπασμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. μαχαιρ-ίδιον, χοιρ-ίδιον)].
Dictionary of Greek. 2013.